δακρυτός
English (LSJ)
όν (ή, όν J.AJ4.8.48),
A wept over, tearful, ἐλπίς A.Ch. 236; μόρος AP7.495 (Alc.); ἀπαλλαγή J.l.c.: irreg. Sup. δακρυώτατος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
δακρῡτός: -όν, ἀξιοδάκρυτος, πολυδάκρυτος, ἐλπὶς Αἰσχύλ. Χο. 236· μόρος Ἀνθ. Π. 7. 490. Ἀνώμαλόν τι ὑπερθ. δακρυώτατος παρ’ Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 pleuré;
2 qu’il faut pleurer, déplorable.
Étymologie: adj. verb. de δακρύω.