δακρυτός

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

όν (ή, όν J.AJ4.8.48),

   A wept over, tearful, ἐλπίς A.Ch. 236; μόρος AP7.495 (Alc.); ἀπαλλαγή J.l.c.: irreg. Sup. δακρυώτατος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

δακρῡτός: -όν, ἀξιοδάκρυτος, πολυδάκρυτος, ἐλπὶς Αἰσχύλ. Χο. 236· μόρος Ἀνθ. Π. 7. 490. Ἀνώμαλόν τι ὑπερθ. δακρυώτατος παρ’ Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 pleuré;
2 qu’il faut pleurer, déplorable.
Étymologie: adj. verb. de δακρύω.