διπάλαιστος
English (LSJ)
[πᾰ], ον,
A two palms broad or long, X.Cyn.2.4, Plb. 27.11.2:—also δῐπᾰλαιστιαῖος, α, ον, Heliod. ap. Orib.49.8.6, Gp. 9.10.2.
Greek (Liddell-Scott)
διπάλαιστος: -ον, δύο παλαμῶν πλάτος ἔχων, Ξεν. Κυν. 2, 4, Πολύβ. 27. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long ou large de deux palmes.
Étymologie: δίς, παλαιστή.