A give medicine to, τινάς v.l. in Plu.2.157c.
[Seite 609] durch Arznei reinigen, κάμνοντας Plut. Conv. Sept. Sap. 14.
διαφαρμᾰκεύω: χορηγῶ φάρμακον εἴς τινα, τινὰ Πλούτ. 2. 157C.
soulager avec des remèdes.Étymologie: διά, φαρμακεύω.