ἡ, fem. of δικαστής, Luc.Pisc.9.
[Seite 628] ἡ, fem. zu δικαστής, Richterin, Luc. Piscat. 9.
δῐκάστρια: ἡ, γυνὴ δικάζουσα, θηλυκ. τοῦ δικαστής, Λουκ. Ἁλ. 9.
ας (ἡ) :femme juge.Étymologie: δικαστής.