ἑλικώδης
English (LSJ)
ες,
A = ἑλικοειδής, Plu.2.648f, Nonn.D.1.370.
German (Pape)
[Seite 797] ες, = ἑλικοειδής; Plut. Symp. 3, 2, 1; Nonn. D. 1, 370 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλικώδης: -ες, = ἑλικοειδής, Πλούτ. 2. 648F, Νόνν. Δ. 1. 370, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
c. ἑλικοειδής.