ἐπίπεδος

Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον,

   A on the ground, on the ground-floor, στοαὶ ἐ., opp. ὑπερῷοι, D.H.3.68, cf. PFlor.376.7 (iii A.D.); σηκός Aret.CA2.2.    II. level, flat, Pl.Criti.112a; χωρίον X.HG7.1.29, etc.; οὐκ ἐν ἐπιπέδῳ, ἀλλὰ πρὸς ὀρθίῳ not on a level, but... ib.6.4.14; ἐξ ἐπιπέδου PThead.20i3 (iv A.D.); = Lat. de plano, J.AJ19.5.3: irreg. Comp. -πεδέστερος X.HG7.4.13.    2. στεγνὰ ἐπίπεδα an accurately fitting pavement, SIG996.27 (Smyrna, i A.D.).    III. in Geom., plane, superficial, opp. στερεός (solid), Pl.Phlb.51c, Ti.32a; ἐ. γωνία a plane angle, ib.54e; ἡ τοῦ ἐ. πραγματεία plane geometry, Id.R.528d; μήκους καὶ ἐ. καὶ βάθους one-, two-, and three-dimensional magnitude, Id.Lg.817e; εἰ κῶνος τέμνοιτο ἐπιπέδῳ Democr.155.    2. of numbers, representing a surface, Plu.2.367f, Nicom.Ar.2.7; ὁ ἰσόπλευρος καὶ ἐ. ἀριθμός a square number, Pl.Tht.148a. Adv. -δως Nicom.l.c.

German (Pape)

[Seite 968] von der Erde, στοαί, im Ggstz von ὑπερῷοι, D. Ha l. 3, 68; dem Erdboden gleich, flach, eben, γεώδης ἦν πᾶσα καὶ πλὴν ὀλίγων ἐπ. ἄνωθεν, ohne Berge, Attika, Plat. Critia. 112 a; χωρίον Xen. u. Folgde; ἦν οὐ πάνυ ἐν ἐπιπέδῳ, ἀλλὰ πρὸς ὀρθίῳ τὸ στρατόπεδον Xen. Hell. 6, 4, 14; τὸ ἐπίπεδον, die Fläche, bes. in der Geometrie, Ebene, Plat., vgl. z. B. μῆκος καὶ ἐπίπεδον καὶ βάθος Legg. VII, 817 e; Euclid.; ἀριθμός, Quadratzahl, Plat. Theaet. 148 a; Nicom. ar. 2, 7. – Einen unregelmäßigen compar. ἐπιπεδέστερος hat Xen. Hell. 7, 4, 13. – Adv. ἐπιπέδως, Nicom. Davon

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπεδος: -ον, ἐπὶ τοῦ πέδου, τοῦ ἐδάφους, στοαὶ ἐπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπερῷοι, Διον. Ἁλ. 3, 68. ― Καθ᾿ Ἡσυχ. «ἐπίπεδον· ἐπὶ τὴν γῆν, χαμόγαιον, ἰσόπεδον» ΙΙ. ἐπίπεδος, ὡς νῦν, Πλάτ. Κριτί. 112Α· χωρίον Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29, κτλ.· οὐκ ἐν ἐπιπέδῳ, ἀλλὰ πρὸς ὁρθίῳ αὐτόθι 6. 4, 14: ― ἀνώμαλ. συγκρ. -πεδέστερος, αὐτόθι 7. 4, 13. ΙΙΙ. ἐν τῇ γεωμετρίᾳ, ἐπίπεδος. ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ στερεός, Πλάτ. Φίληβ. 51C· εἰ μὲν οὖν ἐπίπεδον μέν, βάθος δὲ μηδὲν ἔχον ἔδει γίγνεσθαι τὸ τοῦ παντὸς σῶμα Τίμ. 32Α· ἐπ. γωνία αὐτόθι 54Ε· ― ἐπίπεδον, τό, ἐπίπεδος ἐπιφάνεια (τὸ γενικὸν ὄνομα εἶναι ἐπιφάνεια), ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 528D· μήκους καὶ ἐπ. καὶ βάθους ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 817Ε. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ὡς π.χ. οἱ ἀριθμοὶ δύο καὶ τρία ἐκαλοῦντο πρῶτοι ἐπίπεδοι, τὰ δὲ τέσσαρα καὶ ἐννέα πρῶτοι τετράγωνοι, Πλούτ. 2. 1017D· τὰ γὰρ πεντήκοντα καὶ τέσσαρα μεσούσης ὅρον ἀνθρωπίνης ζωῆς εἶναι συγκείμενον ἔκ τε τῆς μονάδος καὶ τῶν πρώτων δυοῖν ἐπιπέδων καὶ δυοῖν τετραγώνων καὶ δυοῖν κύβων (πρῶτοι δὲ κύβοι ἐλέγοντο οἱ ἀριθμοὶ 8 καὶ 21) ὁ αὐτ. 2, 415Ε· ὁ ἰσόπλευρος καὶ ἐπ. ἀριθμός, τετράγωνος ἀριθμός, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α. ― Ἐπίρρ. ἐπιπέδως, ἐξ ἐπιπολῆς, Νικόμ. 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui repose sur le sol, de plain-pied;
II. p. suite
1 plan, uni ; τὸ ἐπίπεδον sol plat;
2 t. de géom. plan, superficiel ; τὸ ἐπίπεδον surface plane;
3 en parl. de nombres qui représente une surface : ἐπίπεδος ἀριθμός PLAT nombre carré (cf. τρίγωνος ἀριθμός);
Cp. irrég. ἐπιπεδέστερος.
Étymologie: ἐπί, πέδον.