μοιχεία

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ἡ,

   A adultery, And.4.10, Lys. 1.36, Pl.R.443a (pl.); μοιχείας γραφαί Phot., Suid. s.v. πέμπτῃ φθίνοντος.

German (Pape)

[Seite 198] ἡ, Ehebruch; Andoc. 4, 10; im plur., Plat. Rep. IV, 443 a; Sp., wie Luc., oft.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχεία: ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ μοιχεύειν ἢ μοιχεύεσθαι, Ἀνδοκ. 30. 17, Λυσ. 95. 13, Πλάτ. Πολ. 443Α· μοιχείας γραφαὶ Μένανδρ. ἐν «Χαλκίδι» 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
crime d’adultère.
Étymologie: μοιχός.