ἐξιθύνω

Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A make straight, στάθμη δόρυ νήϊον Il.15.410; εἰ ἱκανῶς ἐξίθυνται Hp.Fract.3, cf. Art.42.    2 direct aright, πηδάλιον A.R.1.562.

German (Pape)

[Seite 882] ganz gerade machen, στάθμῃ δόρυ νήϊον Il. 15, 410; πηδάλια, lenken, Ap. Rh. 1, 562.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξῑθύνω: ποιῶ τι ἴσον, στάθμῃ δόρυ νήϊον ἐξιθύνει Ἰλ. Ο. 410· εἰ ἱκανῶς, ἐξίθυνται Ἱππ. π. Ἀγμ. 752, πρβλ. π. Ἄρθρ. 808. 2) διευθύνω, τεχνηέντως πηδάλι’ ἀμφιέπεσκ’, ὄφρ’ ἔμπεδον ἐξιθύνοι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 562.

French (Bailly abrégé)

redresser, rendre tout à fait droit.
Étymologie: ἐξ, ἰθύνω.