ατος, τό,
A vomit, thing vomited, 2 Ep.Pet.2.22.
ἐξέρᾱμα: τό, «’ξέρασμα», Ἐπιστ. Β΄ Πέτρ. β΄, 22 (ἔνθα διάφ. γρ. ἐξέρασμα), Εὐστ. Πονημάτ. 248. 91.
ατος (τό) :déjection, matière vomie.Étymologie: ἐξεράω.