εὔθρονος

Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

Ep. ἐΰθρονος, ον,

   A with beautiful seat or throne, ἐΰθρονος Ἠώς Il.8.565, Od.6.48, al.; Ἀφροδίτα Pi.I.2.5; Ὧραι Id.P.9.60, cf. B.15.3, etc.

German (Pape)

[Seite 1069] ep. ἐΰθρονος, mit schönem Sitz, schönthronend, Eos, Il. 8, 565 Od. 6, 48. 15, 495. 17, 497; Ἀφροδίτη Pind. I. 2, 5, Κλειώ N. 3, 79, Ώραι P. 9, 62, Κάδμου κοῦραι Ol. 2, 22; μήτηρ πάντων ἀθανάτων Ap. Rh. 1, 1094 u. Orph.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθρονος: Ἐπικ. ἐΰθρονος, ον, ἔχων ὡραῖον θρόνον, ἐΰθρονος Ἠὼς Ἰλ. Θ. 565, Ὀδ. Ζ. 48, Ο. 495, Ρ. 497· Ἀφροδίτη Πινδ. Ι. 2. 8· Ὧραι ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 105, κλ.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐΰθρονος;
ος, ον :
au beau siège.
Étymologie: εὖ, θρόνος.