ἱππόκαμπος

Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ὁ,

   A monster with horse's body and fish's tail, on which the sea-gods rode, Men.831; ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱ. ἐν τῇ χειρί Str.8.7.2, cf. Philostr.Im.1.8.    2 a small fish, the sea-horse, Dsc.2.3, Ael.NA14.20, Gal.12.362.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππόκαμπος: ὁ, τέρας τι ἔχον σῶμα ἵππου καὶ οὐρὰν ἰχθύος ἐφ’ οὗ οἱ θαλάσσιοι θεοὶ ὠχοῦντο, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 211˙ ἑστήκει Ποσειδῶν χάλκεος, ἔχων ἱππ. ἐν τῇ χειρὶ Στράβ. 384, Φιλόστρ. 774. 2) μικρὸν θαλάσσιον ζῷον, ὁ θαλάσσιος ἵππος, Διοσκ. 2. 3, Αἰλ. π. Ζ. 14. 20, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cheval marin ou hippocampe, petit poisson de mer.
Étymologie: ἵππος, κάμπη.