οῦ, ὁ,
A rider, horseman, Pi.P.9.123: as Adj., Τρῶες B.12.160; στρατός E.HF408 (lyr.).
ἱππευτής: -οῦ, ὁ ἱππεύς, ἔφιππος, Πινδ. Π. 9. 217· ἱππευτὴς στρατὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 408.
οῦ (ὁ) :1 qui va à cheval;2 cavalier.Étymologie: ἱππεύω.