κοῦ
English (LSJ)
κου, Ion. for ποῦ, που. κοῦα· ἐνέχυρα, and κουάσαι· ἐνεχυριάσαι, Hsch.; cf. κοῖον, κῷα. κούαγμα· σκῆμα, Id. κούαμα· μέλαν (Lacon.), Id. (fort. κουάνια ( κυάνεα) · μέλανα).
Greek (Liddell-Scott)
κοῦ: κου, Ἰων. ἀντὶ ποῦ, που.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ποῦ.