λινορραφής

Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ές, (ῥάπτω)

   A sewn of flax, τυλεῖα S.Fr.468; λ. δόμος dub.sens. in A.Supp. 134 (lyr.).    II making nets, ἁλιῆες Nonn.D.23.131.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνορρᾰφής: -ές, (ῥάπτω) ἐρραμμένος διὰ λίνου, τυλεῖον Σοφ. Ἀποσπ. 415c˙ λ. δόμος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 134, μένει ἀνερμήνευτον. ΙΙ. κατασκευάζων δίκτυα, Νόνν. Δ. 23. 121.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fait de bandes de toile cousues ensemble.
Étymologie: λίνον, ῥάπτω.