ῆτος, ὁ, ἡ,
A dying of hunger, A.Ag.1274.
λῑμοθνής: ῆτος, ὁ, ἡ, ἀποθνήσκων ἐκ τῆς πείνης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1274.
ῆτος (ὁ, ἡ)qui meurt de faim.Étymologie: λιμός, θνῄσκω.