λυγκούριον

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A v. λυγγούριον.

Greek (Liddell-Scott)

λυγκούριον: λιγκούριον, ἢ λιγγούριον, τό, εἶδος πολυτίμου λίθου· κατά τινας εἶδος ὑπερύθρου ἠλέκτρου («κεχριμπαρίου»), ἀλλὰ πιθανώτερον ὁ παρὰ νεωτέροις ὑάκινθος (ἄλλος ἢ ὁ παρὰ παλαιοῖς (ἴδε τὴν λέξ. ὑάκινθος), Θεοφρ. π. Λίθ. 26, Διοσκ. 2. 100.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ambre fossile.
Étymologie: λύγξ¹, οὐρέω¹.