ή, όν,
A driving mad, πρὸς τἀφροδίσια Ael.NA12.10.
λυσσητικός: -ή, -όν, μανιώδης, ὁρμητικός, πρὸς τἀφροδίσια Αἰλ. π. Ζ. 12. 10.
ή, όν :transporté d’un désir furieux.Étymologie: λυσσάω.