λιπαρία
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A persistence, perseverance, λιπαρίῃ τε καὶ ἀρετῇ ἀντέχομεν Hdt.9.21, cf. 70; importunity, Ael.Fr.61.
λῐπᾰρ-ία, ἡ, (λιπαρός)
A fatness, Dsc.1.40.
German (Pape)
[Seite 50] ἡ, die Fettigkeit, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λῑπᾰρία: Ἰων. -ίη, ἡ, (λιπαρής) ἐπιμονή, ἐμμονή, λιπαρίῃ τε καὶ ἀρετῇ ἀντέχομεν Ἡρόδ. 9. 21, πρβλ. 70, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
persistance, persévérance.
Étymologie: λιπαρής.