A = μοιρίδιος (q. v.).
[Seite 198] v. l. für μοιρίδιος bei Soph. O. C.
μοιράδιος: μοιρίδιος, ὃ ἴδε.
α, ον :c. μοιρίδιος.Étymologie: μοῖρα.