νηπιάα

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Greek (Liddell-Scott)

νηπιάα: νηπιέη, ἡ, Ἐπικ. τύπος τοῦ νηπία (ὅπερ ἀπαντᾷ μόνον παρ’ Ἀναστασ. ἐν τῇ τοῦ Mai Coll. Nov. 7. 241)· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν ἐκτεταμ. Ἐπικ. τύποις· (νήπιος): -παιδικὴ ἡλικία, οἶνον ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ Ἰλ. Ι. 491 (487): - ἐν τῷ πληθ., παιδαριώδεις τρόποι, ἀνοησίαι, οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν Ὀδ. Α. 297· δοτ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., ἐπεί... ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν, κατὰ παιδικὸν τρόπον, Ἰλ. Ο. 363· ἡγήσατο νηπιέῃσιν, «ἤτοι νηπιείαις φρεσὶ» (Εὐστ.), Ὀδ. Ω. 469· αἰτ. νηπιέην Ὀππ. Ἁλ. 3. 585.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
seul. acc. pl. -ιάας;
c. νηπιέη.