A = δυσφημέω, speak words of ill omen, A.Th.258.
[Seite 450] wieder reden, wie παλιλλογέω, Aesch. Spt. 240.
πᾰλινστομέω: δυσφημέω, λέγω λόγους δυσοιώνους, Αἰσχύλ. Θήβ. 258.
-ῶ :parler de nouveau.Étymologie: πάλιν, στόμα.