τανύπεπλος

Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A with flowing robe, freq. in Ep. as epith. of high-born ladies or goddesses, Ἑλένη Il.3.228, Od.4.305; Θέτις Il. 18.385; Ἡνιόχη, Εὐδώρη, Hes.Sc.83, Fr.180; Ἀλκμήνη IG12(8).356 (Thasos, vi B.C.); Φερο εφόνη ib.12.817, cf. B.Scol.Oxy.2081 (e) (= 1361 Fr.5):—πλακοῦς τ., comically, Batr.36.

German (Pape)

[Seite 1067] mit od. in langem Oberkleide, Gewande; bei Hom. Beiwort vornehmer Frauen, wie ἑλκεσίπεπλος; Ἑλένη, Il. 3, 228 Od. 15, 171; Θέτις, Il. 18, 385, u. sonst, wie Hes.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύπεπλος: [ῠ], -ον, ἡ φοροῦσα πέπλον, μακρὰν ἐσθῆτα, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., ἀείποτε ὡς ἐπίθετον εὐγενῶν δεσποινῶν, Ἑλένη Ἰλ. Γ. 228, Ὀδ. Δ. 305 Θέτις Ἰλ. Σ. 385· - κωμικῶς, οὐδὲ πλακοῦς τανύπεπλος, ἔχων πολὺ σησαμότυρον Βατραχομυομ. 36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la longue robe, à la robe flottante.
Étymologie: τανύω, πέπλος.