ταπεινοφροσύνη
English (LSJ)
ἡ,
A humility, Ep.Eph.4.2, al.; mean-spiritedness, J.BJ4.9.2, Arr.Epict.3.24.56.
German (Pape)
[Seite 1069] ἡ, das Wesen u. Betragen eines ταπεινόφρων, N. T. In B. A. 462 Erkl. von ἀτυφία.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰπεινοφροσύνη: ἡ, ταπεινότης φρονήματος, ταπείνωσις, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. δ΄, 2, κ. ἀλλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 52· ― οὕτω, - φρόνησις, εως, ἡ, Τερτυλλιαν. ΙΙ, 970.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
humilité.
Étymologie: ταπεινόφρων.