A v. σαρδάνιος. σάρδοντα· διαπίπτοντα, Hsch.
[Seite 862] s. σαρδάνιος u. σαρδών.
σαρδόνιος: -α, -ον, ἴδε σαρδάνιος.
α, ον :c. σαρδάνιος.