σαρδόνιος

Revision as of 20:04, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

   A v. σαρδάνιος. σάρδοντα· διαπίπτοντα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 862] s. σαρδάνιος u. σαρδών.

Greek (Liddell-Scott)

σαρδόνιος: -α, -ον, ἴδε σαρδάνιος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. σαρδάνιος.