παλαιστροφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A superintendent of a wrestling-school, Hp.Epid.6.8.30, IG5(2).47 (Tegea), Inscr.Délos 372 A98 (200 B.C.), OGI345.22 (Delph., i B. C.), Epigr.Gr.411, Ael.VH8.14; π. τοῦ μεγάλου γυμνασίου PRyl.121.3 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 446] ακος, ὁ, Aufseher des Ringplatzes, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιστροφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ φύλαξ ἢ ἐπιμελητὴς τῆς παλαίστρας, Ἱππ. 1201F, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 411, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 14.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
surveillant du gymnase ou de la lutte.
Étymologie: παλαίστρα, φύλαξ.