[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ,
A obeying men, obedient, A.Ag.1639.
[Seite 543] ορος, ion. πειθήνωρ, dem Manne gehorchend, Aesch. Ag. 1639.
πειθάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, τοῖς ἀνδράσι πειθόμενος, εὐπειθής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1639.
ορος (ὁ, ἡ)homme obéissant.Étymologie: πείθω, ἀνήρ.