πλοιάριον
English (LSJ)
τό, Dim. of πλοῖον,
A skiff, boat, Ar.Ra.139, X.HG4.5.17, Ev.Jo.6.22, Peripl.M.Rubr.15, BGU812.5, etc. II a kind of woman's shoe, Poll.7.93.
German (Pape)
[Seite 637] τό, dim. von πλοῖον, Schiffchen, Kahn; Ar. Ran. 139; Menand. bei Ath. XIII, 559 d.
Greek (Liddell-Scott)
πλοιάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ πλοῖον, μικρὸν πλοῖον, ἄκατος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 139, Ξεν. Ἑλλ. 4, 5, 17, κτλ. ΙΙ. εἶδος γυναικείου ὑποδήματος, Πολυδ. Ζϳ, 93.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit bateau.
Étymologie: dim. de πλοῖον.