πορνεία
English (LSJ)
Ion. πορν-είη, ἡ,
A prostitution, Hp.Epid.7.122, etc.; of a man, D.19.200; fornication, unchastity, Ev.Matt.19.9: pl., 1 Ep.Cor. 7.2. II metaph., idolatry, LXX Ho.4.11,al.
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, Hurerei, Dem. 19, 200 u. Sp.; bei K. S. Götzendienst.
Greek (Liddell-Scott)
πορνεία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Δημ. 403. 27, κλπ., Ἑβδ. (Γεν. ΛΗ΄, 24, κλπ.)· «πορνεία ἐστὶ καὶ λέγεται ἡ χωρὶς ἀδικίας ἑτέρου γινομένη τισὶ τῆς ἐπιθυμίας ἐκπλήρωσις» Γρηγ. Νύσσ. Ἐπιστ. τ. 2. σ. 118, κλπ. 2) ἡ μετὰ τῶν εἰδωλολατρῶν ἐπιμιξία, εἰδωλολατρία, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΔ΄, 33 κλπ.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prostitution.
Étymologie: πορνεύω.