πρόσχυσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A pouring upon, sprinkling, τοῦ αἵματος Ep.Hebr. 11.28.
German (Pape)
[Seite 789] ἡ, das Zugießen, Anspülen, Longin.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσχῠσις: ἡ, ἐπίχυσις, ῥαντισμός, τοῦ αἵματος Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ια΄, 28.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de verser sur, effusion.
Étymologie: προσχέω.