πρωκτός

Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ὁ,

   A anus, Ar.V.604, etc.; π. καμήλου Id.Pax758; π. κυνός Id.Ach.863.

German (Pape)

[Seite 803] ὁ, der Hintere, der Steiß, eigtl. der After; auch der Mastdarm, Ar. oft u. andere Comic., auch in Prosa; vgl. Arist. part. anim. 3, 14 H. A. 2, 17. – Es wird von προάγω, nach Andern von προΐκω od. προΐσχω abgeleitet.

Greek (Liddell-Scott)

πρωκτός: ὁ, «ὁ κόλος (γρ. κῶλ-), παρὰ τὸ προωθεῖν τὰ τῆς γαστρός», Σουΐδ.· «πρωκτὸς προακτός τίς ἐστι· παρὰ τὸ δι’ αὐτοῦ προάγεσθαι τὰ περιττώματα» Ἐτυμ. Μέγ. 692, 46. Ἡ λέξις συχνὰ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ., ἴδε Σουΐδ., Φώτ., Ἡσύχ. καὶ Παροιμιογρ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
anus.
Étymologie: DELG terme pop. ou vulg.