συνοδεύω

Revision as of 20:10, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

   A travel in company, Plu.Pomp.40, Charito 2.3, etc.; τινι with one, Act.Ap.9.7, Plu.2.609d, Ach.Tat.7.3.    II Astron., to be in conjunction, σ. τῷ ἡλίῳ Placit.2.29.6, Cleom.1.3, cf. Vett.Val.297.28, etc.    III metaph., have fellowship with, LXX Wi.6.23(25); accompany, "ὦ σ. τῇ κλητικῇ Trypho ap.A.D.Synt.48.19, cf. 89.21; συνοδεῦσαι δεῖ πρὸς ταῦτα αἴσθησίν τε καὶ νοῦν Marcellin.Puls.11.    2 as Pass. or Med., go with, τοῖς λαχάνοις -ευέσθω φύλλα μήκωνος Herod.Med. ap. Orib.Syn.6.32 (v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοδεύω: ὁδεύω ὁμοῦ, συνοδοιπορῶ, συμπορεύομαι, Πλουτ. Πομπ. 40, κτλ.· τινί, μετά τινος, ὁ αὐτ. 2. 609D, κτλ.· ἐπὶ ἀστέρος, σ. τῷ ἡλίῳ αὐτόθι 891F, Κλεομήδ., κλπ.· μεταφορ., διαμένω μετά τινος, «συντροφεύω» τινά, συναναστρέφομαι μετά τινος, τινὶ Ἀπολλ. π. Συντάξ. 54, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 faire route avec, τινι;
2 être en conjonction en parl. du soleil, de la lune et de la terre.
Étymologie: σύνοδος.