ὑποχάζομαι
English (LSJ)
aor. -κεκαδόμην (v. infr.):—
A give way before some one, ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο Il.4.497; καί οἱ . . Ζεὺς . . ὑποχάζεται A.R. 1.1101.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποχάζομαι: ἀόρ. -κεκαδόμην ἀποθ., ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, κοινῶς «τραβιοῦμαι ’πίσω», ὑπὸ δὲ Τρῶες κεκάδοντο, «ὑπεσκεδάσθησαν» (Θ. Γαζῆ), Ἰλ. Δ. 498· καί οἱ (δηλ. τῃ μητρὶ τῶν θεῶν) Ζεὺς ὑποχάζεται Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1101.
French (Bailly abrégé)
céder la place, céder devant, τινι.
Étymologie: ὑπό, χάζομαι.