κλεηδών
English (LSJ)
όνος, ἡ, Ion. and Ep. for κληδών (q.v.). κλέθος· κληδόνα, Hsch. κλεῖα, poet. contr. from κλέεα, pl. of κλέος (q.v.).
όνος, ἡ, Ion. and Ep. for κληδών (q.v.). κλέθος· κληδόνα, Hsch. κλεῖα, poet. contr. from κλέεα, pl. of κλέος (q.v.).