μεθύσκω
English (LSJ)
fut. -ύσω [ῠ] LXX De.32.42: aor. 1 ἐμέθῠσα ib.2 Ki.11.13, Ep. -υσσα Nonn.D.3.11, AP5.260 (Agath.); inf.
A μεθύσαι Alex. (v. infr.):—Pass., fut. μεθυσθήσομαι LXX Ho.14.8, Luc.Luct.13, D.L. 7.118: aor. ἐμεθύσθην Heraclit.117, E.Cyc.167, etc.; Aeol. inf. μεθύσθην Alc.35: pf. μεμέθυσμαι Hedyl. ap. Ath.4.176d:—Causal of μεθύω, make drunk, intoxicate, Διόνυσος οἶδε τὸ μεθύσαι μόνον Alex. 214; μ. ἑαυτὴν οἴνῳ Luc.Syr.D.22: metaph., πάνθ' ὅσα δι' ἡδονῆς μεθύσκοντα παράφρονας ποιεῖ Pl.Lg.649d; τὴν αἴσθησιν Thphr.Od. 46; Ἀθηνᾶ μεθύσασα ὕπνῳ τοὺς βαρβάρους Vett. Val.347.26. 2 give to drink, θηλὴ μεθύσκει με μητρῴη Babr.89.9; moisten, βωμοὺς ἐν γάλακτι, τέφρην, AP6.99 (Phil.), 11.8. II Pass., = μεθύω, drink freely, get drunk, Alc. l.c., Hdt.1.133, etc.; ὀδμῇ, οἴνῳ, ib.202; πίνων οὐ μεθύσκεται X.Cyr.1.3.11: in aor. ἐμεθύσθην, to be drunk, ἀνὴρ ὁκόταν μεθυσθῇ Heraclit. l.c.; ἅπαξ μεθυσθείς E.Cyc.167, cf. Ar.V.1252; ἀνθρώπους οἵους μεθυσθέντας D.2.19: c. gen., νέκταρος with nectar, Pl.Smp.203b: metaph., ὅταν πόλις [ἐλευθερίας] μεθυσθῇ Id.R.562d: c. dat., ταῖς ἐξουσίαις with power, D.H.4.74:—in Hp. Steril.218 μεθυσκέτω is corrupt for μεθυσκέσθω. 2 to be filled with food, μ. σίτῳ LXX Ho.14.8; cf. μεθύει· πεπλήρωται, Hsch.