παραπολαύω
English (LSJ)
A share the fruits of, τῆς τιμωρίας Ph.2.15 ; τῆς ἐνίων κακοβουλίας J.BJ2.16.4 ; τῆς τινων μωρίας Luc. Alex.45 ; παραπολαύειν ἐστὶ τῆς τοῦ εἴδους ὑποστάσεως τὴν ἔκπτωσιν Dam.Pr.7.
A share the fruits of, τῆς τιμωρίας Ph.2.15 ; τῆς ἐνίων κακοβουλίας J.BJ2.16.4 ; τῆς τινων μωρίας Luc. Alex.45 ; παραπολαύειν ἐστὶ τῆς τοῦ εἴδους ὑποστάσεως τὴν ἔκπτωσιν Dam.Pr.7.