ἀνήῃ: Ἐπ. γ΄ ἑν. πρ. τῆς ὑποτ. τοῦ ἀορ. τοῦ ἀνίημι (Ἰλ. Β. 34).
3ᵉ sg. sbj. ao.2 épq. de ἀνίημι.
see ἀνίημι.