ἀνάπυστος
English (LSJ)
ον,
A well-known, notorious, Od.11.274, Hdt.6.64,66, etc.
German (Pape)
[Seite 204] ausgeforscht, bekannt, Od. 11, 274; Her. 6, 64 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπυστος: -ον, πασίγνωστος, περίφημος, «ξακουστός», ὡς τὸ περίπυστος, ἀνάπυστα θεοὶ θέσαν ἀνθρώποισιν, «ἀνὰ στόμα πᾶσι κείμενα πυνθάνεσθαι» (Εὐστ.), Ὀδ. Λ. 274, Ἡρόδ. 6. 64, 66, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien connu, notoire.
Étymologie: ἀναπυνθάνομαι.
English (Autenrieth)
(ἀναπεύθομαι): notorious, Od. 11.274†.