ὑποφέρω

Revision as of 15:23, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

fut.

   A ὑποίσω S.El.834 (lyr.), Phld.Lib.p.28 O.: aor. ὑπήνεγκον Arist.Pol.1267a27, Ep. ὑπήνεικα Il.5.885:—carry away under, esp. bear out of danger, ἀλλά μ' ὑπήνεικαν ταχέες πόδες Il. l.c.:—Pass., to be taken from under, ἐὰν [τὸ ὑποκείμενον] ὑποφέρηται Arist.IA705a9.    2 bring close together, τὰ ὀπίσθια σκέλη (sc. ἐπὶ τὰ ἔμπροσθεν) Id.HA604b1.    II bear or carry by being under, bear a burden, τὰ ὅπλα, of an armour-bearer, X.Cyr.4.5.57; τῶν τὰ σημεῖα δοράτων ὑποφερόντων Plu.Sull.7:—Pass., to be supported, τοῖς σκέλεσι Arist.Pr. 882b29.    2 metaph., endure, submit to, πόνους καὶ κινδύνους Isoc. 3.64, cf. X.Eq.Mag.1.3; κινδύνους καὶ φόβους Pl.Tht.173a; ῥαθύμως ὀργήν Id.Lg.879c; τὸν τῶν ὁμιλητικῶν τρόπον Isoc.1.30; γῆρας καὶ πενίαν Aeschin.1.88 (v.l. ἀμύνεσθαι) ; εἰσφοράς X.Oec.2.6; ἀναλώματα D.59.42; πόλεμον ὑπενεγκεῖν Arist.Pol.1267a27; ὑ. παρρησίαν Phld. Lib.p.62 O.; ἀδικίας Sammelb.5238.22 (i A. D.); τὰ φυτὰ . . ἀνέμων ἐμβολὰς ὑ. Sor.1.96; οὐ γὰρ αὐτὸς ὑποφέρω κίνησιν I do not trouble to move, PFlor.362.10 (ii A. D.).    III bear or carry behind, δίφρους τινί Ael.VH4.22.    2 subjoin, add in speaking, D.H.7.16, Longin. 16.4.    IV hold out, present, δᾷδα Plu.Publ.23; τὰ σεσιδηρωμένα μέρη ταῖς πληγαῖς Id.Cam.41; πληγὰς ὑ. inflict them, Id.Eum.7; οὐκ ὀλίγην βλάβην ὑποφέρει με( = μοι) inflicts, POxy.488.19 (ii/iii A. D.).    2 metaph., hold out, suggest, proffer, εἰ τῶν . . οἰχομένων . . ἐλπίδ' ὑποίσεις S.El.834 (lyr.); ὑπέφερον τοὺς μῆνας proposed the (holy) months, i.e. a truce, X.HG4.7.2; σπονδὰς ἀδίκως ὑποφερομένας ibid.    b ὑποφέρονται γραμμαί τινες αἱματώδεις there are suggestions of lines (in the foetus), Ath.Med. ap. Orib.22.9.1.    V carry down, of a river, Plu.2.325a, Poll.1.111; κοιλίη ὑποφέρει χολώδεα Aret.SA2.4; cause to slip or fall, Plu.2.459b, Poll.1.187:—Pass., to be borne down, τοῖς ποταμοῖς Plu.Alex.63; slip down, κατὰ κρημνῶν Id.Mar.23; of the legs, give way under a person, Hp. Int.36.    2 metaph., bring down in numbers, App.BC5.6; in Pass., decline gradually, of consumptive people, Hp.Epid.1.2; ὀρθοστάδην ὑ. ib.3.13, 17.ιγ; εἰς πενίαν App.BC2.2; πόλις ὑποφερομένη πταίσμασι Plu.Comp.Per.Fab.1; στάσιν ὑποφερομένην ἀνακαλεῖσθαι to revive an expiring faction, Id.Sert.4, cf. Lyc.2; of festivals, fall after their due time, Id.Caes.59.    VI bring to a certain point, ὑ. τινὰ εἰς διόρθωσιν Id.Lyc.25:—Pass., to be carried away, ὑ. εἰς ὕβριν Id.Alc.18; πρὸς τὸ κομπῶδες Id.Alex.23.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφέρω: μέλλ. ὑποίσω· ἀόρ. ὑπήνεγκα (Ἰων. ὑπήνεικα) ἢ ὑπήνεγκον. Φέρω τινὰ ἐκτὸς κινδύνου, ἀλλά μ’ ὑπήνεικαν ταχέες πόδες, «ἐξήνεγκον, ἐξήγαγον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 885. ― Παθ., λαμβάνομαι ἢ ἀφαιροῦμαι ὑποκάτωθεν, ἐὰν ὑποφέρηται τοῦτο (δηλ. τὸ ὑποκείμενον τῷ κινουμένῳ) θᾶττον ἢ ὥστ’ ἔχειν ἀπερείσασθαι Ἀριστοτέλ. περὶ Ζῴων Πορ. 3. 2. 2) φέρω ὑποκάτω, (οἱ ἵπποι ἀρρωστοῦντες) τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ἐπὶ τὰ ἐμπρόσθια καὶ ὑποφέρουσιν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2. ΙΙ. φέρω, δεήσει ὅπλα ὑποφέρειν ἃ ἂν αὐτοῖς διδῶσι, ἐπὶ ὁπλοφόρου, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 4. 5, 57, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 7. ― Παθ., ὑποβαστάζομαι, ὑποστηρίζομαι, τοῖς σκέλεσι Ἀριστ. Προβλ. 5. 19. 2) μεταφορ., φέρω, ὑποφέρω, ὑπομένω, πόνους καὶ κινδύνους Ἰσοκρ. 40Α, πρβλ. Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 3· κινδύνους καὶ φόβους Πλάτ. Θεαίτ. 173Α· ὀργήν τινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 879C· τὸν τρόπον τινὸς Ἰσοκρ. 8D· γῆρας καὶ πενίαν Αἰσχίν. 12. 37· εἰσφορὰς Ξεν. Οἰκ. 2, 6· ἀναλώματα Δημ. 1359. 7· πόλεμον Ἀριστ. Πολιτ. 2. 7, 15. ΙΙΙ. φέρω ὄπισθεν ἑπόμενος, δίφρους τινὶ Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 22. 2) ἐπισυνάπτω, προστίθημι ὁμιλῶν, Διονύσ. Ἁλ. 7. 16 (Βατικ. Κῶδ.), Λογγῖν. 16. 4. IV. παρουσιάζω κάτωθεν, προτείνω, προσφέρω, δᾷδα Πλουτ. Ποπλικ. 23· τὰ σεσιδηρωμένα μέρη ταῖς πληγαῖς ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλῳ 41· ἐπιφέρω κάτωθεν, ὁ δὲ Νεοπτόλεμος εἰς θάτερον ἐρεισάμενος τὸ γόνυ..., ἠμύνετο μὲν εὐρώστως κάτωθεν, οὐ θανασίμους δὲ πληγὰς ὑποφέρων ὁ αὐτ. ἐν Εὐμέν. 7. 2) μεταφορ., ὑποδηλῶ τι, εἰ τῶν... οἰχομένων... ἐλπίδ’ ὑποίσεις Σοφ. Ἠλ. 834· προσποιοῦμαι, προφασίζομαι, ἰσχυρίζομαι, ὡς τὸ προφέρω, Ξεν. Ἑλλ. 4. 7, 2. V. παραφέρω, παρασύρω πρὸς τὰ κάτω, ἐπὶ ποταμοῦ, Πλούτ. 2. 325Α, Πολυδ. Α΄, 111, κλπ.· ― κάμνω νὰ ὀλισθήσῃ πρὸς τὰ κάτω καὶ νὰ πέσῃ, Πλούτ. 2. 459Β, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 187· ― Παθ., φέρομαι, παρασύρομαι πρὸς τὰ κάτω, τῷ ποταμῷ Πλουτ. Ἀλέξ. 63· φέρομαι πρὸς τὰ κάτω, κατὰ κρημνῶν ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 23. 2) μεταφορ., ἐν τῷ παθ., πίπτω κατὰ μικρόν, ὀλισθαίνω πρὸς τὰ κάτω ἢ καταβυθίζομαι, εἰς πενίαν Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 2· κατὰ μικρὸν φθείρομαι. κατ’ ὀλίγον καταπίπτω καὶ ἐξασθενοῦμαι, ἐπὶ τῶν φθισικῶν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 939 (ἀλλ. ὑποφθείρομαι)· οὕτω δὲ ἴσως ἑρμηνευτέον τὸ ὀρθοστάδην ὑπ., αὐτόθι τὸ γ΄, 1089, 1111 (εἰ καὶ ἕτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ ἀντέχω, «βαστῶ»)· πόλις πταίσμασιν ὑποφερομένη Πλουτ. Περικλέους καὶ Φαβ. Μαξ. Σύγκρισις 1· ὑποφερομένην ἀνανεωτερίζειν, ἀναζωογονεῖν στάσιν περὶ τὸ τέλος εὑρισκομένην, ὁ αὐτ. ἐν Σερτωρ. 4, πρβλ. Λυκοῦργ. 2· ― ἐπὶ ἑορτῆς ἢ πανηγύρεως, γενομένης μετὰ τὸν προσήκοντα χρόνον, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 59. VI. καταβιβάζω εἴς τι σημεῖον, ἐς τοσοῦτον Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 6· ὑπ. τινὰ εἰς διόρθωσιν Πλουτ. Λυκοῦργ. 25. ― Παθ., ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπ. εἰς ὕβριν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 18· πρὸς τὸ κομπῶδες ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 23. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 453.

French (Bailly abrégé)

f. ὑποίσω, ao. ὑπήνεγκα, ao.2 ὑπήνεγκον, pf. ὑπενήνοχα, etc.
I. être dessous et transporter : πόδες μ’ ὑπήνεικαν (p. ὑπήνεγκαν) IL mes pieds m’arrachèrent au danger ; en parl. du courant d’un fleuve ναῦν PLUT porter un navire ; Pass. ὑποφέρεσθαι τῷ ποταμῷ PLUT ou ἐν ποταμῷ LUC descendre un fleuve en bateau en se laissant porter par le courant ; fig. ὑποφέρεσθαι εἴς τι PLUT ou πρός τι PLUT se laisser emporter à qqe excès;
II. être dessous et porter, d’où
1 au propre ὑπ. ὅπλα XÉN porter des armes;
2 fig. supporter, acc.;
3 porter au-dessus de soi, mettre en avant, prétexter, acc.;
III. porter de dessous, d’où
1 lever, élever : δᾷδα PLUT un flambeau ; fig. faire naître, exciter : ἐλπίδα SOPH une espérance;
2 proposer : σπονδάς XÉN un traité;
IV. porter en dessous, d’où
1 porter sens dessus dessous ; déplacer (l’époque d’une fête);
2 faire chanceler, faire tomber ; Pass. être précipité ; abs. πόλις ὑποφερομένη PLUT cité en décadence ; au sens mor. se laisser abattre, se décourager ou s’humilier, s’abaisser;
V. porter sous, exposer à, opposer à : τὰ σεσιδηρωμένα μέρη ταῖς πληγαῖς PLUT opposer aux coups les parties garnies de fer;
VI. porter derrière : τινι δίφρους ÉL suivre qqn en portant des sièges;
VII. porter peu à peu : εἰς διόρθωσιν PLUT amener insensiblement à correction;
Moy. ὑποφέρομαι être souffrant.
Étymologie: ὑπό, φέρω.

English (Autenrieth)

only aor., ὑπήνεικαν, bore me away, Il. 5.885†.