σίντης

Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ου, ὁ, (σίνομαι) poet. word,

   A = σίνις, ravening, of the lion, Il. 11.481, 20.165; of the wolf, 16.353: with a fem. Subst., σίνταο φάλαγγος Nic.Th.715.    2 Subst., = ἔχις, ib.623.    3 spoiler, thief, Opp.H.4.602, Cat.Cod.Astr.7.115.    4 hoopoe, Hsch. s.v. μακεσίκρανος (σιήτην cod.).

German (Pape)

[Seite 883] ὁ, der Räuberische, Reißende; Beiwort des Löwen u. des Wolfes, Il. 11, 481. 16, 353. 20, 165; auch von der Spinne, φάλαγξ, Nic. Th. 715.

Greek (Liddell-Scott)

σίντης: -ου, ὁ, (σίνομαι) ποιητ. λέξ., ὁ σπαράττων, διασχίζων, ἁρπακτικός, ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὡς βραδύτερον τὸ σίνις. Ἰλ. Λ. 481, Υ. 165· ἐπὶ τοῦ λύκου, Π. 353· μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σίνταο φάλαγγος Νικ. Θηρ. 715. 2) ὡς οὐσιαστ., = ἔχις, αὐτόθι 623· ὁ διαρπάζων, κλέπτης, Ὀππ. Ἁλ. 4. 602. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίνται· κακοῦργοι». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 434.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pillard, voleur, rapace.
Étymologie: σίνω.

English (Autenrieth)

ravening. (Il.)