δενδρήεις

Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A wooded, νῆσος, ἄλσος, Od.1.51, 9.200; ἀλωαί Theoc.25.30; νῆσος Jul.Mis.352a.    2 with tree-like markings, ἀχάτης Orph.L.236.    II = δενδρικός, of or for a tree, πόθος Opp.H. 4.270.

German (Pape)

[Seite 545] εσσα, εν, baumreich; Homer zweimal: Odyss. 1, 51 νῆσος δενδρήεσσα; 9, 200 ἐν ἄλσεἱ δενδρήεντι. – Hom. h. Ap. 76 ἄλσια δενδρήεντα; Hom. hymn. 18, 3 ἀνὰ πίση δενδρήεντα; sp. D., z. B. ἀλωαί Theocr. 25, 30; ἄγκεα Orph. Arg. 431: – Opp. πόθος, Verlangen nach den Bäumen, Hal. 4, 270.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρήεις: εσσα, εν, δενδρώδης, πλήρης δένδρων, Ὀδ. Α. 51.,Ι 200. ΙΙ. = δενδρικός, ἀνήκων ἢ ἀποβλέπτων εἰς δένδρον, πόθος Ὀππ. Ἁλ. 4. 270.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
rempli d’arbres, boisé.
Étymologie: δένδρον.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: full of trees, woody.