ἔνι

Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

for ἔνεστι, ἔνεισι, ἐνέσται;

   A v. ἔνειμι.

German (Pape)

[Seite 843] = ἔνεστι, es ist darin, in denselben Vrbdgn; ὅσ' ἐμῷ ἔνι κήδεα θυμῷ Il. 18, 53; ἔνι τοι φρένες οὐδ' ἠβαιαί Od. 21, 288; Tragg., Ar. u. in Prosa, ἴσως ἔνι καὶ ἐν ὑμῖν παῖς Plat. Phaed. 77 e; ἐν τοῖς παθήμασιν οὐκ ἔνι ἐπιστήμη Theaet. 186 d; – es ist erlaubt, es geht an, bes. beim superl., ὡς ἔνι ἥδιστα Xen. Hem. 4, 5, 9; Dem. 2, 4. 4, 23, u. sonst bei Attikern oft, auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνι: ἀντὶ ἔνεστι, ἴδε ἔνειμι Ι, ἐνταῦθα IV: - εἶναι δυνατόν, ἴδε ἔνειμι ΙΙ. 2) = ἐστὶ Ἑβδ. (Σειρὰχ ΛΖ΄, 2), Παύλ. Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α΄, ϛ΄, 5, π. Γαλ. γ΄, 38, π. Κολ. γ΄, 11, κτλ., Ἐπιφάν. Ι. 948Β, Σύνοδ. Ἐφέσ. 977Β, Χαλκ. 1508C, Kωνστ. (536), 1153Α. κτλ. κτλ.

French (Bailly abrégé)

c. ἔνεστι, v. ἔνειμι.

English (Autenrieth)

see ἐν.