ἐπιχρίω

Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

[ῑ],

   A anoint, besmear, ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ (sc. τὸ τόξον) Od.21.179; χρῶτ' ἀπονιψαμένη καὶ ἐπιχρίσασα παρειάς 18.172:—Med., χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ ib.179.    2 plaster over, τινι with a thing, Luc.Hist.Conscr.62.    II lay on ointment, μετὰ τὸ -χρισθῆναι Zopyr. ap. Orib.14.58.1 ; κροτάφοις -χριόμενα v.l. in Dsc.3.22 ; πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς Ev.Jo.9.6, cf. IG14.966 (Rome, ii A.D.).    2 abs., use for anointing, Call.Iamb.1.270.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχρίω: μέλλ. -ίσω ῑ, ἐπαλείφω, ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ (δηλ. τὸ τόξον) Ὀδ. Φ. 179· ἐπιχρίσασα παρειὰς Σ. 172. - Μεσ., ἀλείφω ἐμαυτόν, ἀλείφομαι, χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ Σ. 179. 2) ἀλείφω ἐπάνω εἴς τι παχὺ ἐπίχρισμα, Τουρκ. «σουβαντίζω», ἐπιχρίσας δὲ τιτάνῳ καὶ ἐπικαλύψας, κτλ., Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 62. 3) ἐπ. σφραγῖδα, σφραγίζειν, Εὐαγγ. Πετρ. 8. (ἐν Κανταβριγίᾳ 1892). ΙΙ. ἐπιβάλλω, ἀλείφω ἀλοιφήν, τινί τι Διοσκ. 3. 25· ἐπιχρίω ὡς ἀλοιφήν, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 6.

French (Bailly abrégé)

oindre, enduire ; appliquer un onguent;
Moy. ἐπιχρίομαι enduire sur soi : χρῶτ’ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ OD se frotter la peau de graisse.
Étymologie: ἐπί, χρίω.

English (Autenrieth)

aor. part. ἐπιχρίσᾶσα: besmear, anoint, mid., oneself, Od. 18.179. (Od.)