νεόδαρτος

Revision as of 15:28, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

ον,

   A newly stripped off, δέρματα Od.4.437, Arist.Pr.889b10, cf. Od.22.363; ῥινός Epic. inArch.Pap.7.3; ἀσκός Aen.Tact.32.3.    2 newly flayed, βόες X.An.4.5.14.

German (Pape)

[Seite 241] neu, frisch abgezogen; δέρμα, Od. 4, 437. 22, 363; καρβατίναι πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν, Xen. An. 4, 5, 14.

Greek (Liddell-Scott)

νεόδαρτος: -ον, ὁ νεωστὴ ἐκδαρθείς, ἐπὶ δέρματος, τέσσαρα φωκάων... δέρματ’ ἔνεικεν· πάντα δ’ ἔσαν νεόδαρτα, «νεωστὶ ἐκδαρθέντα» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 437· δέρμα βοὸς νεόδαρτον Χ. 363· ἐκ νεοδάρτων βοῶν, δηλ. ἐκ βοείων δερμάτων νεωστὶ ἐκδαρθέντων, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement écorché.
Étymologie: νέος, δέρω.

English (Autenrieth)

(δέρω): newly-flayed. (Od.)