χήν
English (LSJ)
ὁ and ἡ, Dor. χάν (q.v.), gen. χηνός: Ion. gen. pl. χηνῶν (not χηνέων) Hdt.2.45; irreg. acc. pl.
A χένας AP7.546:—wild goose, Anser cinereus, χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων Il.2.460; χ. πλατυγίζων καὶ κεχηνώς Eub.115, cf. Arist.HA593b22; εἰ μὴ σὺ χηνὸς ἧπαρ ἢ ψυχὴν ἔχεις Eub.101. 2 tame goose, χῆν' ἥρπαξ' ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ Od.15.174, cf. 161; χῆνές μοι κατὰ οἶκον ἐείκοσι πυρὸν ἔδουσιν 19.536; χ. τιθασός S.Fr.866; ὥσπερ χῆνα σιτευτὸν . . ἔτρεφέ με Epigen.2; γάλακτι χηνός, of an unknown luxury, Eub.90.5; ἥπατα χηνῶν Plu.2.965a. 3 νὴ or μὰ τὸν χῆνα was Socrates' oath, Ar.Av.521 (anap., ubi v. Sch.), Cratin.231, Zen.5.81. (Cf. Skt. haṃsás, Lith. žąsìs, OHG. gans, all = goose.)
German (Pape)
[Seite 1353] gen. χηνός, ἡ, im Att. gew. ὁ, die Gans, nach dem Aufsperren des Schnabels benannt; χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων Il. 2, 460. 15, 692, u. öfter; masc. ist es deutlich Od. 19, 552, fem. 15, 161. 174, χηνέων Her. 2, 45; χὴν συγγεγραμμένος Ar. Av. 805; τὸν χῆνα ὀμνύναι 521; Xen. An. 1, 9,26; χὴν πλατυγάζων καὶ κεχηνώς Eubul. bei Ath. XII, 519 a; – χένας als acc. plur. steht Ep. ad. 667 (VII, 546).
Greek (Liddell-Scott)
χήν: ὁ καὶ ἡ, γεν. χηνός· Ἰων. γεν. πληθ. χηνῶν (οὐχὶ χηνέων) Ἡρόδ. 2. 45· ἀνώμαλ. αἰτ. πληθ. χένας Ἀνθ. Π. 7. 546· ― ἡ ἀγρία χήν, Anser cinereus, χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων Ἰλ. Β. 460· χῆνα πλαταγίζοντα καὶ μὴ κεχηνότα Εὔβουλος ἐν «Χάρισιν» 1. 3, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 16. 2) ἡ ἥμερος χήν’ ἥρπαξ’ ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ Ὀδ. Ο. 174, πρβλ. 161· χῆνες μοι κατὰ οἶκον ἐείκοσι πυρὸν ἔδουσιν Τ. 536· τιθασὸς χ. Σοφ. Ἀποσπ. 744· ὥσπερ χῆνα σιτευτὸν λαβὼν ἔτρεφέ με Ἐπιγένης ἐν «Βακχ(ε)ίᾳ» 2· γάλακτι χηνός, «μὲ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα», ἐπὶ πολυδαπάνου καὶ σπανιωτάτου ἐδέσματος, Εὔβουλος ἐν «Πρόκριδι» 1. 5· χηνῶν ἥπατα (ἴδε χήνειος) Πλούτ. 2. 965Α, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Στεφανοπώλισι» 5. 3) νὴ ἢ μὰ τὸν χῆνα, ὅρκος τοῦ Σωκράτους, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 521, Κρατῖνος ἐν «Χείρωσιν» 11, Ζηνόβ. 5. 81 (ἐν Παροιμιογράφοις), καὶ πρβλ. κύων Ι. 2. ― Πρβλ. Σανσκρ. hans-a, Λατ. ans-er (ἀντὶ hans-er)· Ἀρχ. Σκανδ. gâs πληθ. gœs Ἀγγλο-Σαξον. gôs πληθ. gês· Ἀρχ. Γερμαν. Kans (gans, gand-er)· Λιθ. zas- is. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει περὶ τῆς πιθανωτάτης ἄλλως ἐτυμολογίας ἐκ τῆς √ΧΑ, χανεῖν, χάσκω (πρβλ. Εὔβουλον ἔνθ’ ἀνωτ.), ἕνεκα τοῦ s, ὅπερ ὑπάρχει εἰς τόσας γλώσσας ὡς μέρος τῆς ῥίζης).
French (Bailly abrégé)
χηνός (ὁ, ἡ)
oie, oiseau.
Étymologie: cf. lat. anser.
English (Autenrieth)
χηνός: goose.