πεζοπόρος
English (LSJ)
ον,
A going by land, οὐ ναύταν ποσσὶ δὲ π. AP12.53 (Mel.) ; ναύτην ἠπείρου, π. πελάγους, of Xerxes, ib.9.304 (Parmen.).
ον,
A going by land, οὐ ναύταν ποσσὶ δὲ π. AP12.53 (Mel.) ; ναύτην ἠπείρου, π. πελάγους, of Xerxes, ib.9.304 (Parmen.).