φωνάεις

Revision as of 12:22, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

English (LSJ)

   A v. φωνήεις.

German (Pape)

[Seite 1321] dor. = φωνήεις, aber auch in sp. Prosa, wie bei Plut. u. Ath. vorkommend, s. Lob. Phryn. 639.

Greek (Liddell-Scott)

φωνάεις: ἴδε ἐν λ. φωνήεις.

English (Slater)

φωνᾱεις
   1having a voice, that speaks πολλά μοι βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν (O. 2.85) τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ (O. 9.2) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι speaking with immortal voice (I. 4.40)