πολυπήμων

Revision as of 12:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A causing manifold woe, baneful, h.Cer.230, h.Merc.37; π. νόσοι diseases manifold, Pi.P.3.46; λώβη, ἄτη, A.R.4.1044, Opp.C.2.287: hence pr. n. Πολυπημονίδης, ου, ὁ, son of Polypemon, with a play on πολυπήμων, Od.24.305.    II Pass., much-suffering, Man.1.85,4.49.

German (Pape)

[Seite 668] ον, sehr schädlich; H. h. Cer. 230 Merc. 37; νόσοι, Pind. P. 3, 46; sp. D., wie Man. 1, 85.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπήμων: -ον, ὁ πολλὴν βλάβην προξενῶν, ὀλέθριος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 230, εἰς Ἑρμ. 37 π. νόσοι, πολυειδεῖς νόσοι, Πινδ. Π. 3. 81. ― Πολυπημονίδης, ου, ὁ, υἱὸς τοῦ Πολυπήμονος μετ’ ἀναφορᾶς εἰς τὸ ἐπίθετον πολυπήμων, Ὀδ. Ω. 305. ΙΙ. παθητ., ὁ πολλὰ πάσχων, Μανέθων 1. 85., 4. 49.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 qui cause de grands maux;
2 qui souffre beaucoup.
Étymologie: πολύς, πῆμα.

English (Slater)

πολῠπήμων
   1 painful πολυπήμονας νόσους (P. 3.46)