πεντάεθλος

Revision as of 12:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

English (LSJ)

ον, poet. and Ion. for πένταθλος, -ον (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

πεντάεθλος: πεντάεθλον, ποιητικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ πένταθλος, ον.

French (Bailly abrégé)

v. πένταθλος.

English (Slater)

πεντᾰεθλος
   1 competitor in the pentathlon εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης μετὰ πενταέθλοις (N. 7.8)

English (Slater)

πεντᾰεθλος
   1 competitor in the pentathlon εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης μετὰ πενταέθλοις (N. 7.8)