χαλκοχάρμας

Revision as of 12:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

English (Slater)

χαλκοχάρμας
   1 delighting in bronze armour χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι (P. 5.82) met., χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον (I. 6.27) χα] λκοχάρμαι (supp. NorsaVitelli) (Pae. 6.171)

English (Slater)

χαλκοχάρμας
   1 delighting in bronze armour χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες Ἀντανορίδαι (P. 5.82) met., χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον (I. 6.27) χα] λκοχάρμαι (supp. NorsaVitelli) (Pae. 6.171)