ον, (κτείνω)
A lately or just killed, Pi.N.8.30.
[Seite 242] neuerdings, eben erst getödtet, Pind. N. 8, 30.
νεόκτονος: -ον, (κτείνω) ὁ πρὸ μικροῦ ἢ ἄρτι φονευθείς, Πινδ. Ν. 8. 51.
ος, ον :qui vient d’être tué.Étymologie: νέος, κτείνω.